Δε θα πω ψέμματα, τώρα τελευταία την έχω δει συγγραφέας κι έτσι, γράφοντας μικρές χαζοϊστοριούλες επί παντός επιστητού. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που πλέον γράφω στο blog κάθε του αγίου. Τελευταία συμμετείχα και στο λογοτεχνικό διαγωνισμό ΛόγωΤέχνης (https://www.facebook.com/logotexnis?fref=ts) με το διηγηματάκι μου "Το Βάρος". Φυσικά, με 1469 συμμετοχές δεν είχα και καμιά τρελή προσδοκία αλλά γενικά είμαι του δόγματος "όπου γάμος και χαρά κι η Βασίλω πρώτη (στο ρόλο της Βασίλως ο Γιούρης ο Τέλλερ)". Οπότε, τέρμα ο πρόλογος, απολαύστε το αριστούργημα:
"Το Βάρος"
Είχε αρχίσει
να βραδιάζει όταν ο Φίλιππος γύρισε προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε: «Έχω να σου πω». Τον κοίταξα μάλλον
ανόρεκτα. Ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ημέρας. Κόλαση στη δουλειά το πρωί,
μαρτύριο μετά μέχρι να φτάσουμε στην παραλία, βουτιές στο νερό με τις ώρες και
τώρα, επιτέλους, ησυχία δίπλα στη θάλασσα.
Η άμμος είχε αρχίσει να δροσίζει και
ο ουρανός φορούσε το βραδινό του πέπλο, έτοιμος για μια ακόμη γλυκιά,
καλοκαιρινή νύχτα στο μικρό νησί.
-Τι είναι; Τον ρώτησα ενοχλημένος.
-Η Μυρτώ. Πρέπει να είναι έγκυος. Μου πετάει.
-Τι λες ρε; Φώναξα άθελά μου. Πού το ‘μαθες; Συνέχισα σε χαμηλότερη
ένταση.
-Μου το ‘πε. Ή μάλλον, την άκουσα να το λέει.
Ή μάλλον, το υπέθεσα.
-Θα αποφασίσεις;
-Ότι κάτι τη βαραίνει, λέει, ότι σκέφτεται να
απαλλαγεί από αυτό, λέει…
Η Μυρτούλα
καθόταν παραπέρα και μιλούσε στο κινητό με τη μαμά της. Τα βρεγμένα, μαύρα της
μαλλιά είχαν χωριστεί συμμετρικά πάνω στους ώμους της και θύμιζαν ουρά από χελιδόνι. Είχε καθίσει το λεπτό κορμάκι
της πάνω στην άμμο και έπαιζε μηχανικά ανακατεύοντάς τη με το χέρι της.
-Παιδιά, φεύγουμε; Φώναξε. Σηκωθήκαμε κι
οι δυο.
-Θα μου πεις μετά, είπα στον Φίλιππο.
Στο γυρισμό για
την πόλη ήμουν προβληματισμένος. Πάντα ένιωθα κάτι για τη Μυρτώ αλλά ποτέ δεν
το είχα παραδεχτεί. Μόνο όποτε μας κουβαλούσε κανένα καινούριο αμόρε, ανησυχούσα
κάπως αλλά αυτό παραπήγαινε. Κι ειδικά με τον τελευταίο, το Βαλάντη, δεν ήθελα
ούτε καν να το σκέφτομαι. Ο κλασικός Ελληνάρας. Μισάνοιχτο πουκάμισο, ρολόι μισό μηνιάτικο και το κλειδί από
το αμάξι μονίμως για μπεγλέρι. «Στο πρώτο
μας ραντεβού μου χάρισε ένα τριαντάφυλλο»,
έλεγε και ξανάλεγε η μικρή κοκκινίζοντας. Λίγο και θα ξερνούσα. Ποιος ξέρει από
ποιο μνήμα θα το σούφρωσε.
-Δηλαδή είσαι σίγουρος; Ξαναρώτησα το
Φίλιππο όταν αφήσαμε τη Μυρτώ και μείναμε μόνοι στο αυτοκίνητο.
-Ε, σίγουρος… ‘Ντάξει… Μου τα μάσαγε. Εσένα τι σε νοιάζει; Με ρωτάει ξαφνικά.
-Τι με νοιάζει; Την κάτσαμε, κύριος, αν είναι
έγκυος. Θα φύγει από τη δουλειά κάνα χρόνο και μετά, άντε ζήτα άδεια. Έκανα
ελιγμό για να μην καρφωθώ. Δουλεύαμε στην ίδια ασφαλιστική εταιρεία κι οι τρεις
και είχαμε γίνει παρέα. Εκεί γνώρισε και το Βαλάντη, ήταν μηχανικός.
Δώσαμε ραντεβού στις έντεκα. Ήμασταν όλοι
πτώματα αλλά δε γινόταν να μείνουμε μέσα μια τόσο όμορφη βραδιά. Ξεπλύθηκα στα
γρήγορα και άρχισα να ντύνομαι. Είπα να κάνω μια βόλτα να ξεχαστώ. Αργούσαμε
ακόμη για το ραντεβού αλλά κάτι μ’ έσπρωχνε να βγω να περπατήσω. Η πόλη ήταν
γεμάτη κόσμο, γέρους, παιδιά, τουρίστες. Τα σώματά μας περιπλανιόντουσαν στην πλατεία αλατισμένα απ’
τη θάλασσα και ψημένα, σαν τα καλαμπόκια πάνω στη σχάρα του πλανόδιου ψήστη.
Παρά το
θόρυβο, μέσα στο μυαλό μου είχε απίστευτη ησυχία.
Κλείστηκα για λίγο στον εαυτό μου κι άρχισα να σκέφτομαι. Βυθίστηκα σε αυτό το
κάτι που είναι ανάμεσα στα όνειρα και τις αναμνήσεις, μακριά από όσα πραγματικά
συνέβαιναν γύρω μου. Μπαίνω καμιά φορά εκεί μέσα και ξεχνάω να βγω, να ζήσω και
να κάνω πράγματα. Ακόμη κι αν είμαι σίγουρος ότι αν τα κάνω, θα έχω περισσότερο
υλικό για αναμνήσεις και όνειρα. Το σκούντημα ενός περαστικού με ξύπνησε.
-Επ, φιλαράκι!
Τι όμορφη κι
ευχάριστη έκπληξη. Ο Βαλάντης με τη «συμπαθέστατη» παρέα του. Ίδια φάτσα όλοι
τους. Συνέχισε χαμογελαστός ο λεβέντης.
-Θα βρεθούμε αργότερα, έμαθα;
Χαμογέλασα
καταφατικά καταπίνοντας τη χολή μου κι έκανα να φύγω.
-Σι γιου λέητερ! Είπε με απερίγραπτη προφορά και μου έσκασε
μια μπασκετικού τύπου χειραψία που με ξέρανε. Μου ‘ρθε να τον κλωτσήσω.
Σκέφτηκα ότι
δεν είχα καιρό για χάσιμο. Σε λίγο είχαμε ραντεβού κι εγώ έπρεπε να προλάβω τη Μυρτώ.
Έτρεξα προς τη γειτονιά της.
Ευτυχώς ήταν
ακόμη σπίτι κι ετοιμαζόταν. «Πέρνα»
μου κάνει. Μπήκα στο μικρό της δωμάτιο που μύριζε ένας μεθυστικός συνδυασμός
από σαμπουάν, άρωμα και κρέμα σώματος. Μου ‘ρθε να την αρπάξω και να τη φιλήσω.
-Είναι έτοιμοι οι άλλοι; Με ρώτησε δοκιμάζοντας
μπροστά στον καθρέφτη κάτι σκουλαρίκια που είχε μπερδεμένα σε ένα μικρό κουτί.
-Ναι, λογικά. Ψέλλισα. Γραμμένους τους
είχα, φυσικά. Εσύ;
-Τώρα, σε λίγο.
Μια περίεργη
αφυδάτωση με κυρίεψε και άρχισα να ζεσταίνομαι υπερβολικά. Ίδρωνα σα γουρούνι
και μιλούσα ακατάπαυστα, σχεδόν ενοχλητικά.
-Τι έπαθες παιδάκι μου; Γύρισε
παραξενεμένη η μικρή. Με κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας μ΄ εκείνο το βλέμμα το
σίγουρο. Ότι ξέρει και πολύ καλά μάλιστα.
-Θα έρθει κι ο Βαλάντης. Αλήθεια, πώς σου
φαίνεται;
«Θα σου ‘λεγα τώρα» σκέφτηκα να της πω
αλλά μαζεύτηκα. Εσύ ξέρεις, της
απάντησα.
-Πιστεύεις ότι ταιριάζουμε;
-Τι να σου πω ρε Μυρτώ, είπα προσπαθώντας
να υγράνω το λαρύγγι μου. Ήταν σαν να είχα καταπιεί χώμα. Αρκεί να περνάτε καλά,
ξέρω ‘γω. Έστριβε το μαχαίρι στην πληγή η ρουφιάνα.
Σαν
ετοιμάστηκε και σημαιοστολίστηκε βγήκαμε επιτέλους από το μικρό δυαράκι στον
καθαρό αέρα. Έπρεπε οπωσδήποτε να
πιω κάτι αλλιώς θα πέθαινα. Κατεβήκαμε στο «Άλμπατρος» όπως πάντα και καθίσαμε
έξω. Εγώ, ο Φίλιππος, δυο κοπέλες από το γραφείο, η Μυρτώ και φυσικά ο αγαπημένος
Βαλάντης να τη χουφτώνει αδιακρίτως.
Αφού κατέβασα
δυο τρία μαρτίνι λες κι ήταν γάλα, σηκώνεται
η μικρή με το ποτήρι στο χέρι και ζητά να κάνουμε ησυχία.
-Θέλω να σας ανακοινώσω κάτι.
-Ωχ, ψιθύρισα και γύρισε ο Φίλιππος.
-Ήρθε η ώρα να γυρίσω σελίδα στη ζωή μου. Να
ξεκινήσω από την αρχή. Κοιταχτήκαμε απορημένοι.
Πήρα μετάθεση για Αθήνα!
Μια βουβαμάρα έπεσε
στο τραπέζι. Μόνο ο Βαλάντης ακουγόταν που είχε πνιγεί από ένα πατατάκι και
έβηχε απελπισμένος. Μια από τις κοπέλες τον χτυπούσε στην πλάτη, χαϊδεύοντας παράλληλα
τους γραμμωμένους του μύες.
Εμείς συνεχίσαμε
να κοιταζόμαστε αμήχανοι. Τι να πεις; Αν χαρείς, είναι σαν να τη διώχνεις. Αν
δε χαρείς, είναι σαν να μη νοιάζεσαι. Τελικά με ένοιαζε ή όχι; Αρχίσαμε όλοι να
χαμογελάμε και να της δίνουμε συγχαρητήρια.
-Είχα ένα βάρος μέσα μου τόσο καιρό! Επιτέλους
το πέταξα από πάνω μου!
-Α, το βάρος, έκανε ο Φίλιππος με ένα
ηλίθιο βλέμμα.
Μην ξέροντας
αν έπρεπε τελικά να χαρώ ή όχι, γύρισα και χαμογέλασα στην άλλη από τις δυο
κοπέλες της παρέας που με κοιτούσε εδώ και λίγη ώρα. Ο Βαλάντης κατέβαζε με
μανία ένα ποτήρι νερό μπας και συνέλθει. Πήρα το γυάλινο μπολ και το έστρεψα
προς το μέρος του με νόημα.
-Πατατάκι;